- κακός
- Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης), γεμάτη από τα λείψανα των θυμάτων του, και θεωρείτο ο πρώτος βασιλιάς της χώρας του Παλατίνου (επίσης ένας από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης). Σύνφωνα με την παράδοση, όταν ο Ηρακλής έφτασε στην κοιλάδα του Τίβερη, επιστρέφοντας από την Ισπανία με τα βόδια του Γηρυόνη, ο Κ. τού άρπαξε τέσσερις ταύρους και τέσσερις δαμάλες και τα πήγε στη σπηλιά του. Όμως, τα μουγκρητά τους φανέρωσαν στον Ηρακλή το κρησφύγετο του K., ο οποίος στη μάχη που επακολούθησε ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με μια άλλη μυθολογική παράδοση, ο Κ. ήταν απεσταλμένος του Μαρσύα στην Ετρουρία, όπου φυλακίστηκε από τον Τυρρηνό βασιλιά Τάρκωνα. Στη συνέχεια όμως κατάφερε να αποδράσει και, αφού συγκέντρωσε στρατό στην Ασία, στράφηκε εναντίον της Καμπανίας, όπου τον σκότωσε ο Ηρακλής για να σώσει τη χώρα από τη λεηλασία.
Ο Κ. λατρευόταν ως θεός στη Ρώμη και η λατρεία του, τη φροντίδα της οποίας είχαν αναλάβει οι οικογένειες των Ποτιτίων και των Πιναρίων, συνδεόταν με αγοραπωλησίες βοδιών.
* * *-η, -οθηλ. και κακιά (AM κακός, -ή, -όν)1. αυτός που δεν επιδοκιμάζεται, που δεν γίνεται αποδεκτός, ο απόβλητος2. ανίκανος στο έργο που ασκεί, κατώτερης ποιότητας, ανεπαρκής, ανάξιος, μηδαμινός (α. «κακός χειριστής τής υποθέσεως» β. «κακός τεχνίτης» γ. «κακός μανθάνειν», Σοφ.δ. «κακοί νομῆες», Ομ. Οδ.)3. (με ηθική έννοια) φαύλος, πονηρός, άθλιος, κακόβουλος, μοχθηρός (α. «κακός άνθρωπος» β. «κακὸς εἰς φίλους», Ευρ.)4. αυτός που στερείται ηθικής, που ζει ή ενεργεί ή γίνεται αντίθετα με τους ηθικούς κανόνες («κακός δρόμος» — ο δρόμος τής διαφθοράς)5. (για πταίσμα, αμάρτημα, νόσο κ.λπ.) αυτός που επιφέρει δυστυχίες, βλαβερός, επιζήμιος, φθοροποιός, ολέθριος (α. «κακό σπυρί» — κακόηθες, θανατηφόρο φύμα, άνθρακαςβ) «κακή αρρώστια» — επικίνδυνη αρρώστια, θανατηφόρα αρρώστια, ειδ. ο καρκίνος, η λέπρα, η ευλογιά κ.λπγ. «κακὸς δαίμων», Αισχύλ.)6. (για λόγους) υβριστικός, ονειδιστικός («κακοὶ λόγοι», Σοφ.)7. (για οιωνούς) δυσμενής δυσοίωνος, απαίσιος, (α. «κακό σημάδι» β. «κακόν όναρ», Ομ. Ιλ.)8. το ουδ. ως ουσ. το κακό(ν)α) (φιλοσ.) ο αντίποδας τού καλού, τού αγαθούβ) δυστυχία, πάθημα, συμφορά («κακό που μέ βρήκε!»)νεοελλ.1. άτακτος ή ανήθικος («κακό παιδί»)2. το ουδ. ως ουσ. το κακόβλάβη, ζημιά (α. «μού 'κανε κακό» β. «θα σού βγει σε κακό»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στη γλώσσα τών νηπίων) τα κακάτα περιττώματα, τα κόπρανα4. φρ. α) «τον κακό σου τον καιρό» ή «κακή σου μέρα και μαύρη» ή «κακό χρόνο νά 'χεις» ή «κακό να σού 'ρθει» — για βρισιά ή κατάραβ) «κακή γλώσσα»i) αυθάδης, υβριστική γλώσσαii) (για πρόσ.) κακόγλωσσοςγ) «κακή ώρα» — η ώρα που συμβαίνει κάτι ολέθριο, που επεμβαίνει κακός δαίμονας («φυλάξου από την κακή ώρα, να ζήσεις χίλια χρόνια», παροιμ.)δ) «τό 'χω σε κακό» — θεωρώ κάτι ως κακό οιωνόε) «έσκασε απ' το κακό του» — έσκασε από τη στενοχώρια ή την κακία τουστ) «τού μίλησα με το κακό» — τού μίλησα άσχημα και απότομαζ) «βάζω κακό στο νού μου» — μού γεννιέται η υποψία ότι συμβαίνει κάτι δυσάρεστοη) «έχω τις κακές μου» — έχω άσχημη ψυχική διάθεση, είμαι δύσθυμοςθ) «είναι τού κακού» — πολύ άρρωστοςι) «τού κάκου» — μάταια, ανώφελαια) «και κακό» — ως επιτατικό ουσιαστικού για δήλωση πλήθους ή μεγέθους («κόσμος και κακό» — μεγάλη πολυκοσμίαιβ) «κακός μπελάς» — μεγάλη ενόχλησηιγ) θόρυβος, ταραχή («τί κακό είν' αυτό που γίνεται εδώ μέσα;»(νεοελλ.-μσν.)1. άγριος, εχθρικός («κακό σκυλί»)2. (για τόπο, δρόμο κ.λπ.) αφιλόξενος, δύσβατος («ο δρόμος για το χωριό είναι κακός»)μσν.1. ασεβής, αμαρτωλός2. φρ. α) (για σκέψη, συλλογισμό κ.λπ.) «ἔχω κακό θεμέλιο» — είμαι αβάσιμοςβ) «κακή καρδία» — δυσάρεστη ψυχική διάθεσημσν.-αρχ.αποτυχημένος, ανεπιτυχήςαρχ.1. άσχημος, δύσμορφος («εἶδος μὲν ἔην κακός», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή, άσημος3. δειλός, άνανδρος σε μάχη («ἄνδρες κακοὶ ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῆ ναυμαχίη», Ηρόδ.)4. ταλαίπωρος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακὸνη κακία6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κακάκακοί λόγοι, ονειδισμοί, κατηγορίες («πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν», Ηρόδ.)7. φρ. α) «κακὸς ποιμήν»(ποιητ. έκφρ.) η θύελλα, Αισχύλ.β) «κακὰ κακῶν»(ποιητ. έκφρ.) τα κάκισταγ) αστρολ. «κακή τύχη» — ονομασία τής έκτης περιοχήςδ) ιατρ. «πόττειον κακόν» — η φυματίωση τής σπονδυλικής στήλης.επίρρ...κακώς και κακά (AM κακῶς, Μ και κακά)1. με κακό τρόπο2. με τρόπο όχι ευχάριστο («πώς τά περνάτε;» «κακά και ψυχρά»)νεοελλ.φρ. «κακήν-κακώς»i) με άσχημο τρόποii) όπως-όπωςνεοελλ.-μσν.1. λανθασμένα ή άσχημα (α. «κακώς γράφεται» β. «κακῶς κρατήσας τῆς ἀρχῆς τότε τῶν Αἰγυπτίων», Βί. Αλεξ.)2. σε άσχημη κατάστασημσν.1. με κακό σκοπό2. χωρίς επιτυχία3. φρ. α) «κακὰ ὀνομασμένος» — κακόφημοςβ) «κακῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε άσχημη κατάστασηγ) «κακῶς διάκειμαι» — βρίσκομαι σε έχθραδ) «κακῶς -κακοῡ» — με άσχημο τρόποαρχ.φρ. α) «κακῶς ποιῶ τι» — βλάπτω κάτιβ) «κακῶς ποιῶ τινα» — κακοποιώ κάποιονγ) «κακῶς ποιῶ τινά τι» — προξενώ βλάβη σε κάποιονδ) «κακῶς πράττω» — βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, υποφέρω δεινά, δυστυχώε) «κακῶς πάσχω» — δυστυχώστ) «κακῶς ἐκπέφευγα» — μόλις γλύτωσαζ) στους αττ. συγγρ. συν. ο συνδυασμός τού επίρρ. κακῶς με το επίθ. κακός σε ανάλογο γένος, αριθμό και πτώση, για επίταση (α. «κακὸς κακῶς ταφήσῃ», Ευρ.β. «κακῶς ἀπόλλυσθαι κακούς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οπωσδήποτε πρόκειται για εκφραστική λ. τής καθημερινής και ίσως τής παιδικής γλώσσας που συνδέθηκε με το κακκῶ* «αφοδεύω». Το μτγν. φρυγ. κακο(υ)ν πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική αν και η ρίζα κακ απαντά και στην Αρχαία Φρυγική. Η λ. εμφανίζεται ουσιαστικοποιημένη στο ουδ. κακόν και κυρίως στον πληθ. τὰ κακά «συμφορές, δυστυχία». Συγκριτικός βαθμός τού επιθ. με την ίδια ρίζα είναι το κακώτερος, κακίων αλλά και χείρων, χειρότερος από διαφορετική ρίζα (στη Μυκηναϊκή απαντά συγκριτ. πληθ. kazoe), ενώ ο υπερθετικός είναι κάκιστος και χείριστος. Η λ. κακός με τη γνωστή ηθική σημ. αντιτίθεται στο αρχ. αγαθός* και στο νεοελλ. καλός*, ενώ ως αντίθ. τού αρχ. καλός «ωραίος» η λ. κακός εμφανίζεται συνώνυμη τού άσχημος. Στην Αρχαία η λ. δήλωνε επί πλέον τον άνανδρο στη μάχη (Όμηρος), τον ανίκανο σε κάτι, καθώς και αυτόν που είχε ταπεινή καταγωγή (κακοί ήταν άλλη ονομασία τού πλήθους, τού δήμου, τού όχλου, εν αντιθέσει προς τους εσθλούς, τους ευγενείς, τους αρίστους). Στη Νέα Ελληνική η λ. παρουσιάζει μεγάλη επίδοση και απαντά αντί άλλων, συνώνυμων μεν αλλά περισσότερο εξειδικευμένων στη χρήση τους λέξεων, π.χ. το κακός σημαίνει «βλαβερός» (πρβλ. «κακό φάρμακο», «κακή συνήθεια»), «θανατηφόρος» (πρβλ. «κακή αρρώστια»), «δυσμενής» (πρβλ. «κακός άνεμος»), «δύσθυμος» («έχω κακή διάθεση»), καθώς και «δεύτερης, χαμηλής ποιότητας» (πρβλ. «κακή ταινία, παράσταση»). 'Αλλες παρόμοιας σημ. λέξεις είναι επίσης οι: φαύλος, αισχρός, απαίσιος, άθλιος, πονηρός, μοχθηρός, ελεεινός κ.ά., αν και το κακός φαίνεται να έχει γενικότερη έννοια.ΠΑΡ. κακία, κακίζω, κακότητα(-της), κακώνω(-ῶ)αρχ.κάκη, κακώδηςαρχ.-μσν.κακύνωμσν.- νεοελλ.κακεύω, κακοσύνηνεοελλ.κάκω.ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό το επίθ. κακός βλ. κακ(ο)-*). (Β' συνθετικό) άκακος, αλεξίκακος, αμνησίκακος, ανεξίκακος, εθελόκακος, επιχαιρέκακος, μνησίκακος, πάγκακος, χαιρέκακοςαρχ.αμετρόκακος, απαλεξίκακος, απαλλαξίκακος, απειρόκακος, απωσίκακος, αρχέκακος, επιχαιρεσίκακος, ευρεσίκακος, ημίκακος, λυσίκακος, μωρόκακος, παυσίκακος, περίκακος, πρόκακος, φερέκακος, φιλόκακος].
Dictionary of Greek. 2013.